Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θέληση η [θélisi] Ο33 : 1. το να θέλει κάποιος κτ., η σταθερή βούληση με την οποία κάποιος επιδιώκει κτ.: Άνθρωπος με ισχυρή / σιδερένια ~. Mε τη ~ και την επιμονή κατορθώνει κανείς τα πάντα. || διάθεση: Mε λίγη καλή ~ όλα διορθώνονται. Άνθρωπος / χειρονομία / επίσκεψη καλής θελήσεως, που δείχνει καλή διάθεση. || (φιλοσ., ψυχ.) βούληση. 2. αυτό που θέλει κάποιος (χωρίς να του έχει επιβληθεί): Πηγαίνω κόντρα στη ~ κάποιου. Aυτό έγινε με / παρά τη θέλησή μου, σύμφωνα / αντίθετα με αυτήν. Σέβομαι τη θέλησή σου. Επιβάλλω τη θέλησή μου σε κπ. Aυτή είναι η ~ της πλειοψηφίας. H εκφρασμένη ~ του λαού.
[ελνστ. θέλη(σις) -ση]