Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θέλγω [θélγo] -ομαι Ρ3 : ασκώ ελκτική δύναμη, γοητεία· γοητεύω, τραβώ. || (ιδ. για ερωτικό ενδιαφέρον): Tον έθελξαν τα κάλλη της.
[λόγ. < αρχ. θέλγω]