Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- θέατρον το· θέατρο· θεάτρο.
-
- 1) Τόπος όπου προβάλλουν θεάματα· θέατρο:
- (Ερωφ. Δ´ 584).
- 2) Θεατρική παράσταση, έργο· θέαμα:
- Περί θεάτρων και θυμελικών παιγνίων, ότι αυτά να μη τα θεωρούν οι κληρικοί (Βακτ. αρχιερ. 155).
- 3) (Συνεκδ.) θεατές:
- ας συντροφιάσει τέτοιο κλαθμό το θέατρο! (Ζήν. Α´ 34).
- 4) (Μεταφ.) τόπος όπου εξελίχθηκαν σημαντικά γεγονότα· πεδίο:
- της ελευθερίας το θέατρον, των Αθηνών καταπορθήσαι πόλιν (Βίος Αλ. 2865)·
- αυτοί οι πλουμιστοί οφθαλμοί θέατρον εγινήκαν του πόθου (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β´ [85])·
- έκφρ. εις το θέατρον κάπ. = σε κοινή θέα, για να μπορεί να δει κάπ. κ.:
- (Ασσίζ. 2019).
[αρχ. ουσ. θέατρον. Ο τ. ‑ο και σήμ.]
- 1) Τόπος όπου προβάλλουν θεάματα· θέατρο: