Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θέαμα το [θéama] Ο49 : 1. εικόνα αντικειμένων ή γεγονότων που βλέπει μπροστά του ο παρατηρητής, ο θεατής, ικανή να προξενήσει συναισθηματικές αντιδράσεις: Ωραίο / μεγαλειώδες / πλούσιο / φτωχό / οικτρό / μακάβριο / αηδιαστικό ~. Tο ~ που παρουσίασαν οι δύο ομάδες στο γήπεδο ήταν πολύ φτωχό. Tα πολύχρωμα πυροτεχνήματα πρόσφεραν ένα μαγευτικό ~. 2. οργανωμένο θέαμα που παρουσιάζεται δημόσια, κυρίως με σκοπό την ψυχαγωγία· δημόσιο θέαμα: Φόρος δημοσίων θεαμάτων. ΦΡ άρτος* και θεάματα. γίνομαι (δημόσιο) ~, εκτίθεμαι δημοσίως, με βλέπουν και γελάνε για τις πράξεις ή για την κατάστασή μου· ΣYN ΦΡ γίνομαι θέατρο. || παράσταση καλλιτεχνικού χαρακτήρα, ιδίως θέατρο ή κινηματογράφος: Kακόγουστο / φτηνό ~. Kόσμος του θεάματος, όσοι ασχολούνται μ΄ αυτό. || Θεάματα, ειδική στήλη κυρίως στις εφημερίδες, όπου αναφέρονται ενημερωτικά οι θεατρικές, κινηματογραφικές και άλλες καλλιτεχνικές εκδηλώσεις.
[λόγ. < αρχ. θέαμα]
[Λεξικό Κριαρά]
- θέαμα το· θέαμαν.
-
- 1) Καθετί που βλέπει κανείς, θέαμα:
- θέαμα τόσον φοβερόν (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [1226]).
- 2)
- α) Αξιοθέατο πράγμα:
- Έκτισεν την Αγίαν Σοφιά, το θέαμαν το μέγα (Ανακάλ. 99)·
- β) θεαματική πράξη:
- να ποίσω θέαμα μέγα, από στενοχωρίας μου να πνίξω τον εαυτόν μου (Γλυκά, Στ. 287).
- α) Αξιοθέατο πράγμα:
[αρχ. ουσ. θέαμα. Η λ. και σήμ.]
- 1) Καθετί που βλέπει κανείς, θέαμα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θεαματικός -ή -ό [θeamatikós] Ε1 : 1. που παρουσιάζει εντυπωσιακό θέαμα1: Θεαματική περιπέτεια / παρέλαση / ταινία / παράσταση. Θεαματική εκτίναξη / απόκρουση του τερματοφύλακα. Tο ποδόσφαιρο είναι πολύ θεαματικό άθλημα. 2. εντυπωσιακός: Θεαματική πράξη / χειρονομία. ~ ελιγμός.
θεαματικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. θεαματ- (θέαμα) -ικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θεαματικότητα η [θeamatikótita] Ο28 : 1. η ιδιότητα του θεαματικού. 2. σύνολο, ποσοστό ανθρώπων που παρακολουθούν ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα· τηλεθέαση2: Yψηλή ~.
[λόγ. θεαματικ(ός) -ότης > -ότητα]