Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θάψιμο το [θápsimo] Ο50 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του θάβω. 1. ταφή, ενταφιασμός: Στην Ελλάδα επικρατεί το ~ των νεκρών, στην Iνδία η καύση. 2. παράχωμα στο έδαφος: Tο ~ των σκουπιδιών σε ειδικούς χώρους. Tο ~ των μήλων στις χωματερές. 3. (μτφ.) α. ολοκληρωτική καταστροφή, εξαφάνιση· χαντάκωμα: ~ των ελπίδων / των προσδοκιών / των ονείρων. β. (οικ.) για έντονη κατάκριση, κακολόγηση, κουτσομπόλεμα: Ποπό, τι ~ ήταν αυτό που του ΄κανες του καημένου!
[μσν. θάψιμον < θαπ- (θάπτω, θάβω) -σιμον]
[Λεξικό Κριαρά]
- θάψιμον το.
-
- Θάψιμο, ταφή:
- (Θησ. Β´ [517]).
[<αόρ. του θάβω + κατάλ. ‑ιμον. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. (‑ο)]
- Θάψιμο, ταφή: