Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θάρρος το [θáros] Ο46α λαϊκότρ. πληθ. και θάρρητα : 1. ψυχική δύναμη που τη χαρακτηρίζει η περιφρόνηση του κινδύνου, η απουσία φόβου στην αντιμετώπιση ενός κινδύνου και γενικότερα μιας δύσκολης κατάστασης· τόλμη, γενναιότητα. ANT δειλία: Παρασημοφορήθηκε για το ~ που επέδειξε στη μάχη. Aντιμετωπίζει με ~ τις δυσκολίες. Δίνω ~ σε κπ., τον ενθαρρύνω. Παίρνω / αντλώ ~, ενθαρρύνομαι. Xάνω το ~ μου, δειλιάζω. Έχω το ~ της γνώμης* μου. 2. οικειότητα που οφείλεται σε στενή σχέση: Έχει ~ με τον υπουργό. Mίλα του εσύ, που του έχεις περισσότερο ~. Θα σου ζητήσω κάτι, με όλο το ~. || Πολύ ~ σου ΄δωσα / πολύ ~ πήρες, για υπερβολική, μη επιθυμητή οικειότητα.
[αρχ. θάρρος (αττ. τ. αντί του πιο κοινού θάρσος)]
[Λεξικό Κριαρά]
- θάρρος (I) ο.
-
- 1) Θάρρος:
- όπου είναι φουσσάτα … δυνατά, αυτού έναι ο θάρρος (Διήγ. Αλ. V 56).
- 2) Εμπιστοσύνη:
- (Ευγέν. 193).
[<ουσ. θάρρος το με αλλαγή γένους]
- 1) Θάρρος:
[Λεξικό Κριαρά]
- θάρρος (II) το· θάρρο· θάρσος· πληθ. θάρρετα· θάρρητα.
-
- 1) Θάρρος, τόλμη:
- αποκρίνεται την κόρην μετά θάρρος (Λίβ. Esc. 1443)·
- έκφρ. τση καρδιάς τα θάρρη = γενναιότητα:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 2675)·
- φρ. κάνω θάρρος, βλ. κάνω Φρ. 36.
- 2)
- α) Ελπίδα:
- είχον θάρρος όπως αιφνιδίως πατήσωσιν αυτούς (Έκθ. χρον. 742)·
- β) αυτό που δίνει θάρρος κι ελπίδα, «στήριγμα»:
- Εχάσασιν το σπίτιν τους, την Πόλην την αγία, το θάρρος … και την απαντοχήν τους (Ανακάλ. 4)·
- εκφρ.
- (1) εις το θάρρος κάπ. (ή κάπ. πράγματος) = υπό την προστασία κάπ. ή κάπ. πράγματος:
- (Μαχ. 35026)·
- (2) εις θάρρος = το πιο πολύ:
- (Γεωργηλ., Θαν. 149)·
- (1) εις το θάρρος κάπ. (ή κάπ. πράγματος) = υπό την προστασία κάπ. ή κάπ. πράγματος:
- φρ. έχω (το) θάρρος (μου) σε (εις) κάπ. ή σε κ. = ελπίζω σε κάπ., «στηρίζομαι», υπολογίζω σε κάπ. ή σε κ.:
- (Χρον. Τόκκων 2057), (Σπαν. O 97).
- α) Ελπίδα:
- 3)
- α) Εμπιστοσύνη:
- εδά ’χασα τα θάρρη του (ενν. του αφέντη) κι έχω την έχθρητά του (Ερωτόκρ. Γ´ 950)·
- φρ. έχω το θάρρος σε κάπ. = εμπιστεύομαι κάπ.:
- (Ευγέν. 188)·
- β) καλή πίστη:
- (Ασσίζ. 23322)·
- γ) αυτοπεποίθηση:
- μη σας πλανέσει λυγερές της ομορφιάς το θάρρος (Π. Ν. Διαθ. φ. 246β 21)·
- δ) αλαζονεία:
- αν έναι θάρρος εις αυτές και υπεριψιά εις εκείνους (Απόκοπ. 122).
- α) Εμπιστοσύνη:
- 4) Ανάπαυλα· άνεση χρόνου:
- (Φλώρ. 684).
[αρχ. ουσ. θάρρος. Ο πληθ. θάρρη στο Du Cange (λ. θάρος) και σήμ. κρητ. Ο πληθ. θάρρητα και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]
- 1) Θάρρος, τόλμη: