Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θάλπω [θálpo] Ρ4α : 1. (λόγ.) θερμαίνω. 2. (λογοτ.) κάνω κπ. να αισθάνεται θαλπωρή2.
[λόγ. < αρχ. θάλπω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θαλπωρή η [θalporí] Ο29 : ΣYN ζεστασιά. 1. ελαφριά και ευχάριστη ζέστη: Xαρήκαμε τη ~ του ανοιξιάτικου ήλιου. 2. (μτφ.) ζεστή, οικεία και ευχάριστη ατμόσφαιρα και το συναίσθημα που γεννιέται από αυτήν: Οικογενειακή ~. Στο σπίτι των παιδιών της βρήκε ~, περιποίηση, στοργή.
[λόγ. < αρχ. θαλπωρή]