Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ηχόχρωμα το [ixóxroma] Ο49 : (μουσ.) αισθητικού επιπέδου διάκριση, η οποία αναφέρεται στον ιδιαίτερο χαρακτήρα κάποιου ήχου.
[λόγ. ηχο- + χρώμα μτφρδ.(;)]