Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ηχείο το [ixío] Ο39 : 1. ξύλινο κουτί από ειδικό ξύλο και σε ορισμένες διαστάσεις στο οποίο γίνεται συνδυασμός μεγαφώνων για την πληρέστερη απόδοση του ήχου ή άλλη συσκευή με παρόμοια λειτουργία. 2. το ξύλινο κοίλο σώμα των έγχορδων οργάνων.
[λόγ. < ουσ. ηχ(ώ) -είον μτφρδ. αγγλ. resonator (διαφ. το ελνστ. ἠχεῖον `τύμπανο΄ < qχος)]