Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ησυχαστής ο [isixastís] Ο7 : μοναχός, οπαδός του ησυχασμού.
[λόγ. < μσν. ησυχαστής (στη νέα σημ.) < ελνστ. ἡσυχαστής `ερημίτης΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- ησυχαστής ο.
-
- (Εκκλ.) ασκητής, αναχωρητής·
- (ειδικ.) κατά το 14. αι., ορθόδοξος μοναχός που ακολουθεί τις αρχές του Ησυχασμού:
- ο μοναχός Ησαΐας, ησυχαστής ων εν τῳ Άθωνι (Byz. Kleinchron. Α´ 814).
- (ειδικ.) κατά το 14. αι., ορθόδοξος μοναχός που ακολουθεί τις αρχές του Ησυχασμού:
[<ησυχάζω + κατάλ. ‑τής. Η λ. τον 6. αι. και σήμ.]
- (Εκκλ.) ασκητής, αναχωρητής·