Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ησυχάζω [isixázo] Ρ2.1α : 1α. παύω να δημιουργώ θόρυβο και αναταραχή· κάνω ησυχία: Hσυχάστε, επιτέλους, θέλω να διαβάσω! Aν δεν ησυχάσεις, θα σε πετάξω έξω. β. κάνω κπ. να ησυχάσει: Προσπάθησε να το ησυχάσεις το παιδί. 2α. βρίσκομαι ή περιέρχομαι σε κατάσταση ησυχίας· ηρεμώ: Θέλω να μείνω μόνος μου να ησυχάσω λίγο. Εγώ μόνο άμα πεθάνω θα ησυχάσω. Hσυχάζει το σπίτι, όταν φεύγει το παιδί. || Mετά το φαγητό πέφτω λίγο να ησυχάσω, να κοιμηθώ, να αναπαυτώ. β. παύω να ανησυχώ για κτ., απαλλάσσομαι από κτ. που με βασανίζει: Πήρα γράμμα του και ησύχασα. || Nα σε παντρέψουμε, να ησυχάσουμε. 3. πεθαίνω.
[αρχ. ἡσυχάζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ησυχάζω· ’συχάζω.
-
- Α´ (Μτβ.) σταματώ, παύω κ.:
- κατέλαβεν η νυξ γαρ κι ησυχάσαν του πολέμου (Ερμον. Λ 164).
- Β´ Αμτβ.
- 1)
- α) Παύω ενέργεια, παραμένω ήσυχος, αδρανώ:
- ποιήσας ειρήνην μετά πάντων έμεινεν ησυχάζων (Έκθ. χρον. 456· Αξαγ., Κάρολ. Ε´ 746)·
- β) απαλλάσσομαι από φροντίδα, ησυχάζω, ηρεμώ:
- εύρον γαρ την κεφαλήν αυτού (ενν. του βασιλέως) και ανεγνώρισαν … οι έτεροι άρχοντες, και ούτως ησύχασεν (ενν. ο αυθέντης) (Έκθ. χρον. 1622· Ιστ. Βλαχ. 1784).
- α) Παύω ενέργεια, παραμένω ήσυχος, αδρανώ:
- 2)
- α) Παύω, καταπραΰνομαι, γαληνεύω:
- (Καλλίμ. 2131)·
- β) μένω ήσυχος, σιωπώ:
- Άλλοι ας λέγουν ως διά σε, συ δε ησύχαζέ μου (Σπαν. (Λάμπρ.) Va 513).
- α) Παύω, καταπραΰνομαι, γαληνεύω:
- 3) Αναπαύομαι, ησυχάζω:
- Ποίησον αυτόν (ενν. τον λαγῳόν) ησυχάσαι ημέρας επτά (Ορνεοσ. αγρ. 57021).
- 4) (Εκκλ.) ζω σαν αναχωρητής, μονάζω:
- εν όρει Άθωνος … απήλθε και ησύχαζεν εκεί (Ιστ. πολιτ. 5820).
- 1)
[αρχ. ησυχάζω. Η λ. και σήμ.]
- Α´ (Μτβ.) σταματώ, παύω κ.: