Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ησκιό το· ’σκιό· ’σκιόν· ’σκιός.
-
- 1)
- α) Σκιά:
- φιλώ το ’σκιόν όπου πατείς (Τζάνε, Κρ. πόλ. 55710)·
- β) εικόνα, σκιαγράφημα:
- ’σκιόν έναι (ενν. η σάρκα) της θεότης (Σκλέντζα, Ποιήμ. 1168).
- α) Σκιά:
- 2) Τόπος σκιερός, ήσκιος:
- Μιαν κόρην είδα μες στο ’σκιός της δάφνης (Κυπρ. ερωτ. 1081).
[<ουσ. ήσκιος με αλλαγή γένους. Ο τ. ’σκιό και σήμ. κρητ. Ο τ. ’σκιός και σήμ. κυπρ.]
- 1)
[Λεξικό Κριαρά]
- ησκιοδροσερός, επίθ.
-
- Που έχει ήσκιο και δροσιά:
- Ούδ’ είχ’ αλλάξει την θωριάν (ενν. του δάσους) την ησκιοδροσερήν σου (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β´ [781]).
[<ουσ. ήσκιος + επίθ. δροσερός]
- Που έχει ήσκιο και δροσιά:
[Λεξικό Κριαρά]
- ήσκιος ο· (?)ήσκο(ς)· ήσχιος· ησχιός· ’σκίος.
-
- 1)
- α) «Είδωλο», φάντασμα:
- (Θησ. ΙΒ´ [396])·
- δεν κατέχω ανίσως κι είμαι ζωντανός ή ήσκιος …; (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε´ [1567])·
- β) σκιά:
- σκιάζεται εκ τον ήσχιον της (ενν. η νέα νύφη) ωσάν η ελαφίνα (Σπαν. V 589)·
- γ) είδωλο, εικόνα (στον καθρέφτη, κ.α.):
- βλέπουν τον ήσκιον τους οι … κοπελούδες (Διήγ. παιδ. 929).
- α) «Είδωλο», φάντασμα:
- 2) Τόπος σκιερός, ήσκιος:
- με τα φύλλα τα πλατιά, με τον πολύν τον ήσκιον (Ερωτοπ. 267).
[<ουσ. σκιά με προσθήκη του αρχικού τονισμένου φωνήεντος και αλλαγή γένους κατά το ήλιος. Η λ. στο Du Cange και σήμ.]
- 1)