Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ηρωισμός ο [iroizmós] Ο17 : πράξη τόλμης, γενναιότητας και αυτοθυσίας στην αντιμετώπιση του κινδύνου ή στην υπηρεσία ενός υψηλού σκοπού: Ο ~ των Σουλιωτών. Έδειξαν μεγάλο ηρωισμό στην υπεράσπιση της πατρίδας τους. H επιστημονική αυταπάρνηση φτάνει πολλές φορές ως τον ηρωισμό.
[λόγ. < γαλλ. héroïsme < héro- < αρχ. ἥρω(ς) -isme = -ισμός (διαφ. το ελνστ. ἡρωισμός `λατρεία των ηρώων΄)]