Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ηρωινομανής -ής -ές [iroinomanís] Ε10 : συνήθ. ως ουσ. ο ηρωινομανής, θηλ. ηρωινομανής, τοξικομανής που έχει εθιστεί στη χρήση της ηρωίνης.
[λόγ. < γαλλ. héroïnomane < héroïn(e) = ηρωίν(η) -ο- + -mane = -μανής]