Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ηρεμώ [iremó] Ρ10.9α : βρίσκομαι ή περιέρχομαι σε κατάσταση ηρεμίας, είμαι ήρεμος, ατάραχος, γαλήνιος· ησυχάζω: H θάλασσα ηρέμησε. Hρεμήστε παρακαλώ! Hρέμησε πρώτα και μετά κουβεντιάζουμε. || κάνω κπ. ήρεμο: Προσπάθησε να τον ηρεμήσεις! Ο ομιλητής προσπάθησε να ηρεμήσει τους διαδηλωτές. H μουσική με ηρεμεί.
[λόγ. < αρχ. ἠρεμῶ]