Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ηρεμιστικός -ή -ό [iremistikós] Ε1 : που φέρνει ηρεμία, καταπραϋντικός, συνήθ. ως ουσ. το ηρεμιστικό, (συνήθ. πληθ.) το σχετικό φάρμακο.
[λόγ. < αρχ. ἠρεμισ- (ἠρεμίζω) `κάνω κπ. ήρεμο΄ -τικός μτφρδ. γαλλ. sédatif]