Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ηρεμία
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ηρεμία η [iremía] Ο25 : κατάσταση πλήρους ακινησίας και γαλήνης, απουσία έντονης κίνησης και δράσης: ~ μετά την καταιγίδα. Xρειάζομαι ~ για να δουλέψω. || Δεν έχω ψυχική ~.

[λόγ. < αρχ. ἠρεμία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες