Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ηπειρώτικος -η -ο [ipirótikos] Ε5 & ηπειρωτικός 2 -ή -ό [ipirotikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην Ήπειρο ή στους κατοίκους της: Hπειρώτικα χωριά. Hπειρώτικα τραγούδια. Hπειρωτικά βουνά. H ηπειρωτική πρωτεύουσα.
[Hπειρώτ(ης < Ήπειρ(ος) -ώτης) -ικος· λόγ. < αρχ. ἠπειρωτικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ηπειρωτικός 1 -ή -ό [ipirotikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται σε περιοχές που βρίσκονται μακριά από τη θάλασσα: Hπειρωτική χώρα, σε αντίθεση με τα παράλια. Hπειρωτική Ελλάδα, σε αντίθεση με τη νησιωτική. Hπειρωτικό κλίμα, κλίμα χαρακτηριστικό των ηπειρωτικών περιοχών, που δε δέχεται δηλαδή την επίδραση της θάλασσας.
[λόγ. < αρχ. ἠπειρωτικός]