Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ηπατικός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ηπατικός, επίθ.
  • Που αναφέρεται στο ήπαρ·
    • έκφρ. αλόη ηπατική = είδος αλόης (βλ. ά.) με χρώμα σαν του συκωτιού (παλαιότ. αλόη ηπατίτις, βλ. L‑S, λ. αλόη 4 και ηπατίτις 2):
      • (Ορνεοσ. 54515).

[μτγν. επίθ. ηπατικός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ηπατικός -ή -ό [ipatikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στο ήπαρ: Hπατικές εξετάσεις / διαταραχές.

[λόγ. < ελνστ. ἡπατικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες