Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ηνίο το [inío] Ο39 (συνήθ. πληθ.) : (λόγ.) το γκέμι, κυρίως μτφ.: Kρατάει γερά τα ηνία του κράτους.
[λόγ. εν. < αρχ. πληθ. τά ἡνία (με σφαλερή χρήση στον εν.)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ηνίοχος ο [iníoxos] Ο20α : οδηγός αρχαίου άρματος. || Ο Hνίοχος των Δελφών, περίφημο χάλκινο άγαλμα του 5ου π.X. αι.
[λόγ. < αρχ. ἡνίοχος]