Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ημπόρεση
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ημπόρεση η· εμπόρεση· μπόρεσις ‑ση.
  • 1)
    • α) Δύναμη:
      • ήδειχνε την εμπόρεση τσ’ αγάπης τη μεγάλη (Ερωτόκρ. Β´ 308
    • β) δυνατότητα:
      • έγραψα σ’ όλα που ’λαχα κατά τη μπόρεσή μου (Τζάνε, Κρ. πόλ. 13510).
  • 2)
    • α) Κυριαρχία, εξουσία:
      • δε φτάνει η γνώση … εκ τη μπόρεση του πόθου να γλυτώσει (Ερωφ. Δ´ 120· Ευγέν. 1020
    • β) κατοχή:
      • ό,τι άλλο πράμα βρίσκομαι να ’χω στη μπόρεσή μου (Ερωφ. Α´ 506).
  • 3) Άνεση (οικονομική), «βολή»:
    • ’ς κείνους π’ ουκ έχουν μπόρεσην να δώσεις την βοήθεια; (Δεφ., Σωσ. 314).

[<ημπορώ + κατάλ. ση. Ο τ. μπόρεσις στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. (ση)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες