Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ημιώροφος ο [imiórofos] Ο19 : όροφος συνήθ. χαμηλοτάβανος και χωρίς μπαλκόνι, που βρίσκεται ανάμεσα στο ισόγειο και στον πρώτο όροφο· μεσοπάτωμα.
[λόγ. ημι- + -ώροφος μτφρδ. γερμ. Halbgeschoß]