Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ημισέληνος η [imisélinos] Ο36 : καθετί που έχει σχήμα μισοφέγγαρου ή εικονίζει μισοφέγγαρο, συνήθ. η τουρκική σημαία: Στα κατεχόμενα εδάφη της Kύπρου υψώθηκε η ~. || ως σύμβολο του μουσουλμανισμού: Πάλη του σταυρού με την ημισέληνο. || Ερυθρά Hμισέληνος, οργάνωση των μουσουλμανικών χωρών, αντίστοιχη με τον Ερυθρό Σταυρό.
[λόγ. ημι- + σελήν(η) -ος κατά το πανσέληνος και το γαλανόλευκος μτφρδ. τουρκ. yarιmay ή γερμ. Halbmond]