Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ημικύκλιο το [imikíklio] Ο40 : το καθένα από τα δύο τμήματα στα οποία χωρίζει τον κύκλο η διάμετρος. || Kάθισαν σε ~, ημικυκλικά.
[λόγ. < αρχ. ἡμικύκλιον]