Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ημιάγριος -α -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ημιάγριος -α -ο [imiáγrios] Ε6 : 1. (για άνθρ.) που δεν έχει εκπολιτιστεί, που είναι σχεδόν πρωτόγονος: Στη ζούγκλα του Aμαζονίου υπάρχουν φυλές σε ημιάγρια κατάσταση. 2. (για ζώο) που δεν έχει εξημερωθεί.

[λόγ. ημι- + άγριος μτφρδ. αγγλ. semi-savage ή γαλλ. demi-sauvage]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες