Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ημερώνω [imeróno] -ομαι Ρ1 : κάνω κπ. ήμερο ή γίνομαι ήμερος, συνήθ. μτφ.· καθησυχάζω, καταπραΰνω, απαλύνω.
[μσν. ημερώνω < αρχ. ἡμε ρ(ῶ) -ώνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ημερώνω· μερώννω· μερώνω.
-
- Α´ Μτβ.
- 1) (Προκ. για ζώο) ημερώνω, εξημερώνω· δαμάζω, τιθασεύω:
- (Λίβ. P 1772), (Βεντράμ., Γυν. 13), (Πανώρ. Α´ 137).
- 2) Μεταφ.
- α) δαμάζω, τιθασεύω:
- ω θαύμα των θαυμάτων! πώς η αγάπ’ εμέρωσεν το άγριο φουσσάτον (Διγ. O 490· Πανώρ. Γ´ 192)·
- β) κατευνάζω, καταπραΰνω, μαλακώνω:
- Η φρόνεψη τη μάνητα και το θυμό μερώνει (Ζήν. Β´ 421· Μαχ. 6526).
- α) δαμάζω, τιθασεύω:
- 3) (Προκ. για φυτό, γη) κάνω κ. ήμερο, καλλιεργημένο:
- (Χειλά, Χρον. 357).
- 1) (Προκ. για ζώο) ημερώνω, εξημερώνω· δαμάζω, τιθασεύω:
- Β´ Αμτβ.
- 1) (Προκ. για ζώο) γίνομαι ήμερος, ημερεύω:
- (Φαλιέρ., Ιστ. 63), (Μαχ. 1866).
- 2) Μεταφ.
- α) κατευνάζομαι, «μαλακώνω»:
- ο κύρης του Ρωτόκριτου γλυκαίνει και μερώνει (Ερωτόκρ. Γ´ 892)·
- Με τον καιρό απ’ αγγριστεί μερώννει (Κυπρ. ερωτ. 447)·
- β) ησυχάζω, γαληνεύω:
- εμέρωσεν και η θάλασσα (Διήγ. πανωφ. 60)·
- ο άνεμος μερώνει (Τζάνε, Κρ. πόλ. 44823)·
- γ) συμφιλιώνομαι με κάπ.:
- να μερώσουν με τους Γενουβήσους διά μάλλωμαν τό γίνην μεσόν τους με τους Κυπριώτες (Μαχ. 6830).
- α) κατευνάζομαι, «μαλακώνω»:
- 3) Μεταφ.
- α) κατευνάζομαι, μαλακώνω, γλυκαίνω:
- η μάχη του κυρού μερώνεται κι εκείνη (Ερωτόκρ. Γ´ 170)·
- β) μετριάζομαι, λιγοστεύω:
- πάλ’ ως να πάρω δανεικόν, ποσώς ουκ ημερώθη (ενν. η πείνα μου) (Προδρ. III 273-9 χφ P κριτ. υπ).
- α) κατευνάζομαι, μαλακώνω, γλυκαίνω:
- 4) Φρ. μερώνει η ώρα = ξημερώνει:
- (Φαλιέρ., Ιστ. 361).
- 1) (Προκ. για ζώο) γίνομαι ήμερος, ημερεύω:
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = (μεταφ.) ήμερος, μαλακός, ήσυχος, πράος:
- βλέμμα μερωμένο (Λεηλ. Παροικ. Αφ. 14)·
- πράξις … ημερωμένη (Φλώρ. 1176).
[αρχ. ημερόω. Ο τ. μερώνω και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]
- Α´ Μτβ.