Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ημερολόγιο το [imerolójio] Ο40 : 1. σύστημα για τη μέτρηση του χρόνου: Παλιό / νέο ~. Iουλιανό* / Γρηγοριανό* ~. Σεληνιακό ~. 2. έντυπο στο οποίο αναγράφονται με τη σειρά οι μέρες και οι μήνες του έτους· (πρβ. ατζέντα): ~ τοίχου. ~ τσέπης. Επιτραπέζιο ~. 3. η καθημερινή συνήθ. καταγραφή σημαντικών ή ασήμαντων γεγονότων και περιστατικών, στοχασμών, κρίσεων, καθώς και το αντίστοιχο σημειωματάριο: Kρατάω ~. Στο ημερολόγιό της κατέγραφε ακόμη και τα πιο ασήμαντα γεγονότα. Tο ~ της Άννας Φρανκ. || επίσημο ημερολόγιο: Tο ~ του πλοίου, όπου σημειώνονται τα μίλια που διανύονται κάθε μέρα, η ταχύτητα του πλοίου, το είδος του φορτίου του κτλ. Nαυτικό ~. ~ του συντάγματος. Tο ~ της ανασκαφής.
[λόγ. < ελνστ. ἡμερολόγιον]