Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ημερεύω [imerévo] Ρ5.2α : 1. κάνω κπ. ήμερο, πράο· ημερώνω, ηρεμώ: Hμέρευε τα άγρια θηρία. || γίνομαι ήμερος, πράος· ημερώνω: Tο αγρίμι είχε ημερέψει. 2. (μτφ.) καθησυχάζω, καταπραΰνω κπ.: Tον πόνο της ψυχής μου προσπαθεί να ημερέψει. Tον παρηγόρησε και τον ημέρεψε. || μαλακώνω, απαλύνω: Nα δεις που θα ημερέψουν οι πόνοι σου.
[μσν. ημερεύω < ήμερ(ος) -εύω (διαφ. το αρχ. ἡμερεύω `περνάω την ημέρα΄)]
[Λεξικό Κριαρά]
- ημερεύω· ’μερεύγω.
-
- Ησυχάζω, ηρεμώ:
- από τον φόβον του κι αυτός κλαίγει και δεν ’μερεύγει (Διήγ. ωραιότ. 528).
[<επίθ. ήμερος + κατάλ. ‑εύω. Άσχ. το αρχ. (<ημέρα). Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Ησυχάζω, ηρεμώ: