Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ημεραλωπία
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ημεραλωπία η [imeralopía] Ο25 : (ιατρ.) σύμπτωμα που χαρακτηρίζεται από σημαντική ελάττωση της όρασης, όταν το φως της ημέρας ελαττώνεται. ANT νυκταλωπία.

[λόγ. < γαλλ. héméralopie < νλατ. hemeralopia < αρχ. ἡμεραλωπ- (ἡμεράλωψ) `που πάσχει από ημεραλωπία΄ -ie = -ία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες