Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ημερήσιος -α -ο [imerísios] Ε6 : 1. που γίνεται κατά τη διάρκεια της ημέρας. ANT νυχτερινός: Hμερήσια εργασία / αποζημίωση. || ~ φύλακας, που εργάζεται κατά τη διάρκεια της ημέρας. ~ σκοπός. 2. που γίνεται κά θε μέρα· καθημερινός: Hμερήσια δαπάνη. ~ τύπος, το σύνολο των καθη μερινών εφημερίδων. 3α. που διαρκεί μία μέρα: Hμερήσια εκδρομή. β. που αφορά μία ορισμένη μέρα: Hμερήσια διαταγή, στο στρατό, οι αποφάσεις του διοικητή σε μία μέρα που δίνονται γραπτά, καθώς και κάθε επίσημη στρατιωτική ανακοίνωση: H ημερήσια διαταγή μιας στρατιωτικής μονάδας. H ημερήσια διαταγή του υπουργού άμυνας για την εθνική γιορτή. || Hμερήσια διάταξη, κατάλογος των θεμάτων με τα οποία πρόκειται να ασχοληθεί ένα σώμα (συμβούλιο, συνέλευση κτλ.). ΦΡ βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη, για θέμα ή πρόσωπο που βρίσκεται στην επικαιρότητα.
(λόγ.) ημερησίως ΕΠIΡΡ κατά τη διάρκεια της ημέρας: Tο φάρμακο χορηγείται τρεις φορές ~. [λόγ. < αρχ. ἡμερήσιος· λόγ. < ελνστ. ἡμερησίως]