Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ημίγυμνος, επίθ.
-
- Μισόγυμνος:
- ως αίφνης ευρεθήναι με γυμνόν εξ ημιγύμνου (Γλυκά, Αναγ. 358).
[μτγν. επίθ. ημίγυμνος. Η λ. και σήμ.]
- Μισόγυμνος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ημίγυμνος -η -ο [imíjimnos] Ε5 : που δεν είναι εντελώς γυμνός· μισόγυμνος: Tο πτώμα βρέθηκε ημίγυμνο. || Έκανε μια ημίγυμνη εμφάνιση.
[λόγ. < ελνστ. ἡμίγυμνος]