Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ημέρωμα το [iméroma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ημερώνω: Tο ~ της στρίγκλας.
[μσν. *ημέρωμα (πρβ. μσν. μέρωμα) < ημερώ(νω) -μα (διαφ. το ελνστ. ἡμέρωμα `εξημερωμένο κλήμα΄)]
[Λεξικό Κριαρά]
- ημέρωμα το· ’μέρωμα.
-
- Ημερότητα· γλυκύτητα, τρυφερότητα:
- μέσα στ’ όχι και στο ναι, ’ς ’μέρωμα και αγριάδα (Ριμ. κόρ. 604).
[μτγν. ουσ. ημέρωμα. Τ. ’μέρωμαν σήμ. κυπρ. Η λ. και σήμ.]
- Ημερότητα· γλυκύτητα, τρυφερότητα: