Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ηλιόμορφος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ηλιόμορφος, επίθ.
  • Ωραίος όπως ο ήλιος:
    • ηλιομόρφους τόπους (Βίος Αλ. 5274).

[μτγν. επίθ. ηλιόμορφος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες