Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ηλιοφάνεια η [iliofánia] Ο27 : καιρική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από το λαμπερό ήλιο σ΄ έναν ασυννέφιαστο ουρανό: Aύριο θα έχουμε ~, που θα συνοδεύεται όμως από τσουχτερό κρύο. || το χρονικό διάστημα κατά τη διάρκεια μιας ημέρας, που ο ήλιος δεν καλύπτεται από σύννεφα: Mέσος όρος ηλιοφάνειας το μήνα Δεκέμβριο.
[λόγ. ηλιο- + -φάνεια κατά τα ελνστ. ἐπιφάνεια `το να έρθει κτ. στο φως, χάραμα΄, Θεοφάνεια (δες στο Θεοφάνια)]