Παράλληλη αναζήτηση
36 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ηλιο- [ilio & i
o] & ηλιό- [ilió & i ó], όταν ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & ηλι- [ili], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : το ουσ. ήλιος 1 ως α' συνθετικό σε σύνθετα ονόματα και τα παράγωγά τους· (πρβ. λιο- 1): 1. σε προσδιοριστικά σύνθετα, με αναφορά: α. στο ουράνιο σώμα: ~βασίλεμα, ~μαντεία, ~φώτιστος. β. στο φως, την ακτινοβολία, τη θερμότητα του ήλιου: ~θεραπεία, ~καμένος, ηλιόλουστος, ηλιόλουτρο. || ηλιαχτίδα. 2. σε αντικειμενικά σύνθετα: ~γράφος, ~λάτρης, ηλιόμετρο, ηλιόφιλος, ~φοβία, ~χαρής. [αρχ. & λόγ. < αρχ. ἡλι(ο)- θ. του ουσ. ἥλιο(ς) ως α' συνθ.: αρχ. ἡλιο-ειδής `φωτεινός σαν τον ήλιο΄, ελνστ. ἡλιο-τρόπιον & διεθ. helio- < αρχ. ἡλιο-: ηλιο-γράφος < διεθ. helio- + -graph]
- ηλιοαστραπτωμένος, μτχ. επίθ.
-
- Που λάμπει σαν τον ήλιο:
- (Ιμπ. (Legr.) 112).
[<ουσ. ήλιος + μτχ. *αστραπτωμένος του αστράπτω]
- Που λάμπει σαν τον ήλιο:
- ηλιοβασίλεμα το [ilovasílema] Ο49 : η δύση του ήλιου· το λιόγερμα: Πάμε στην ακρογιαλιά να δούμε το ~ . || η ώρα που βασιλεύει, που δύει ο ήλιος: Κατά το ~ θα φτάσουμε στο χωριό.
[μσν. ηλιοβασίλευμα(ν) με αφομ. [vm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] < ήλιο- + βασίλευμα(ν) δες στο βασίλεμα2]
- ηλιοβασίλευμαν το· ηλιοβασίλεμαν.
-
- Δύση του ήλιου:
- προς το ηλιοβασίλευμαν, ότε αρχεύει η νύκτα (Λίβ. Sc. 989).
[<ουσ. ήλιος + βασίλευμαν. Ο τ. και σήμ. (‑α)]
- Δύση του ήλιου:
- ηλιογέννημα το.
-
- Η «ηλιογέννητη»:
- τότε το ηλιογέννημα τον άγουρον ελάλει (Διγ. Gr. 1586).
[<ουσ. ήλιος + γέννημα]
- Η «ηλιογέννητη»:
- ηλιογεννημένος, μτχ. επίθ.
-
- Γεννημένος από τον ήλιο· ωραίος όπως ο ήλιος:
- της κόρης … της ηλιογεννημένης (Διγ. Esc. 441).
[<ουσ. ήλιος + μτχ. παρκ. του γεννώ]
- Γεννημένος από τον ήλιο· ωραίος όπως ο ήλιος:
- ηλιογέννητος, επίθ.
-
- Γεννημένος από τον ήλιο· ωραίος όπως ο ήλιος:
- Κοράσιον ηλιογέννητον (Λίβ. Sc. 825).
[<ουσ. ήλιος + γεννώ]
- Γεννημένος από τον ήλιο· ωραίος όπως ο ήλιος:
- ηλιογράφος ο [ilioγráfos] Ο18 : αστρονομικό όργανο για τη μέτρηση της ηλιοφάνειας.
[λόγ. < διεθ. helio- = ηλιο- + -graph = -γράφος]
- ηλιοθεραπεία η [iloθerapía] Ο25 : έκθεση του σώματος στον ήλιο συνήθ. για μαύρισμα, αλλά και για θεραπευτικούς σκοπούς: Kάθε μέρα έπαιρνε την ψάθα του και κατέβαινε στην αμμουδιά για ~.
[λόγ. < γαλλ. hélio thérapie < hélio- = ηλιο- + -thérapie = -θεραπεία]
- ηλιόκαλος, επίθ.
-
- Ωραίος σαν τον ήλιο·
- (εδώ το θηλ. ως ουσ.):
- η ηλιόκαλος προς τον άγουρον έφη (Διγ. Gr. 1430).
- (εδώ το θηλ. ως ουσ.):
[<ουσ. ήλιος + επίθ. καλός]
- Ωραίος σαν τον ήλιο·