Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ηλιθιώδης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ηλιθιώδης -ης -ες [iliθióδis] Ε11 : που ταιριάζει σε ηλίθιο. ηλιθιωδώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἠλιθιώδης· λόγ. ηλιθιώδ(ης) -ώς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες