Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ηλιθιότητα η [iliθiótita] Ο28 : η κατάσταση, το γνώρισμα του ηλίθιου. 1. έλλειψη εξυπνάδας· βλακεία, ανοησία·, χαζομάρα·. || ηλίθια πράξη, ηλίθιος λόγος: Mη λες ηλιθιότητες. Tο άρθρο του είναι γεμάτο ηλιθιότητες. Πρόσεξε μην κάνεις πάλι καμιά ~. 2. μορφή διανοητικής καθυστέρησης.
[λόγ. < αρχ. ἠλιθιότης, αιτ. -ητα `χαζομάρα΄]