Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ηλιέλαιο το [iliéleo] Ο41 : λάδι που βγαίνει από τους σπόρους του ηλίανθου.
[λόγ. ήλι(ος) 2 + -έλαιον μτφρδ. αγγλ. sunflower oil ή γαλλ. huile de tournesol]