Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ηλεκτροσόκ το [ilektrosók] Ο (άκλ.) : μέθοδος ψυχιατρικής θεραπείας που συνίσταται στη διοχέτευση εναλλασσόμενου ηλεκτρικού ρεύματος στον εγκέφαλο. || Tον βασάνισαν άγρια με ~.
[λόγ. < αγγλ. electroshock < electro- = ηλεκτρο- + shock `χτύπημα΄]