Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ηλεκτρονικός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ηλεκτρονικός 1 -ή -ό [ilektronikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στα ηλεκτρόνια: H ηλεκτρονική θεωρία της ύλης. Hλεκτρονική ροή.

[λόγ. < διεθ. electron = ηλεκτρόν(ιο) -ic = -ικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ηλεκτρονικός 2 -ή -ό : που ανήκει στην ηλεκτρονική, που λειτουργεί σύμφωνα με τους νόμους της ηλεκτρονικής: Hλεκτρονικό ρολόι. Hλεκτρονικοί αναπτήρες. Hλεκτρονικό μικροσκόπιο. ~ εγκέφαλος / υπολογιστής, αυτόματη ηλεκτρονική μηχανή που μπορεί να κάνει εξαιρετικά περίπλοκες υπολογιστικές ή λογικές πράξεις (ταξινομήσεις, μεταφράσεις κτλ.) σε συντομότατο χρονικό διάστημα· κομπιούτερ. Hλεκτρονικό φακέλωμα*. Hλεκτρονική μουσική, είδος σύγχρονης μουσικής στο οποίο ο συνθέτης εργάζεται με ήχους που έχουν παραχθεί ηλεκτρονικά σε συνθήκες στούντιο, οι οποίοι μαγνητοφωνούνται και ανασυνθέτονται. ~ τύπος*. Hλεκτρονικά παιχνίδια και ως ουσ. τα ηλεκτρονικά, παιχνίδια που λειτουργούν με υπολογιστικά κυκλώματα εφοδιασμένα με μνήμη, καθώς και ο χώρος στον οποίο διασκεδάζει κάποιος παίζοντας ηλεκτρονικά παιχνίδια: Πού τον χάνεις, πού τον βρίσκεις, κάθε μέρα στα ηλεκτρονικά. || (ως ουσ.) ο ηλεκτρονικός, ειδικός επιστήμονας ή τεχνικός που ασχολείται με την ηλεκτρονική: Σχολή ηλεκτρονικών.

[λόγ. ηλεκτρον(ική) -ικός μτφρδ. γαλλ. électronique]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες