Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ηλεκτρολύτης ο [ilektrolítis] Ο10 : κάθε χημική ένωση που διασπάται στα στοιχεία της με τη βοήθεια του ηλεκτρικού ρεύματος.
[λόγ. < διεθ. electro- = ηλεκτρο- + -lyte < αρχ. λυτός, π.χ. αγγλ. electrolyte, σφαλερή δημιουργία αντί π.χ. του παλαιότερου ηλεκτρόλυτο(ν)]