Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ηθοποιός ο [iθopiós] Ο17 θηλ. ηθοποιός [iθopiós] Ο34 : 1. καλλιτέχνης που ενσαρκώνει δραματικά ή κωμικά πρόσωπα στο θέατρο, τον κινηματογράφο, το ραδιόφωνο ή την τηλεόραση· (πρβ. θεατρίνος, υποκριτής). 2. (μτφ.) άνθρωπος που υποκρίνεται, ανειλικρινής.
[λόγ. < αρχ. ἠθοποιός `που μορφώνει ή που αναπαρασταίνει χαρακτήρα΄· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]