Παράλληλη αναζήτηση
14 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ηθικό το [iθikó] Ο38 (χωρίς πληθ.) : ψυχική διάθεση που κάνει τον άνθρωπο περισσότερο ή λιγότερο αισιόδοξο, θαρραλέο, αποφασιστικό απέναντι στις δυσκολίες, τους κινδύνους, τις αντίξοες περιστάσεις: Παρά τις κακουχίες διατηρεί ακμαίο το ~ του. Έχασε το ~ του. Aναπτερώθηκε το ~ μας. Tο ~ του στρατού ήταν ακμαιότατο. Yψηλό ~. H πείνα και οι κακουχίες τσάκισαν το ~ του στρατού.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. ηθικός 2 σημδ. γαλλ. moral]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ηθικο- [iθiko] : το ουσ. ηθική ως α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις: α. σε αντικειμενικά σύνθετα: ~διδάσκαλος. β. σε προσδιοριστικά σύνθετα: ~λόγος, ~λογία· ~λογώ. γ. σε παρατακτικά σύνθετα: ~θρησκευτικός.
[λόγ. θ. του ουσ. ηθικ(ή) -ο-]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ηθικοθρησκευτικός -ή -ό [iθikoθriskeftikós] Ε1 : που αναφέρεται στην ηθική και τη θρησκεία ή στη θρησκευτική ηθική: Ομιλία ηθικοθρησκευτικού περιεχομένου.
[λόγ. ηθικο- + θρησκευτικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ηθικολογία η [iθikolojía] Ο25 : άποψη διακηρυγμένη συνήθ. με ζήλο, πάθος και στενό πνεύμα, για το τι είναι καλό ή κακό σύμφωνα με την τρέχουσα ηθική: Άφησε τώρα τις ηθικολογίες.
[λόγ. ηθικο- + -λογία απόδ. (παλαιότερη σημ.: `σύστημα φιλοσοφικής ηθικής΄) γαλλ. moralisation]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ηθικολογικός -ή -ό [iθikolojikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στην ηθικολογία ή στον ηθικολόγο: Θα ήθελα να αποφύγω τον ηθικολογικό τόνο στις συμβουλές που δίνω στα παιδιά.
[λόγ. ηθικολόγ(ος) -ικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ηθικολόγος ο [iθikolóγos] Ο18 θηλ. ηθικολόγος [iθikolóγos] Ο35 : αυτός που ηθικολογεί, που σχολιάζει τις πράξεις των άλλων από στενή ηθική άποψη.
[λόγ. ηθικο- + -λόγος απόδ. γαλλ. moralisateur· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ηθικολογώ [iθikoloγó] Ρ10.9α : μιλάω δογματικά και απόλυτα για την ηθική ή σχολιάζω τις πράξεις των άλλων από στενή ηθική άποψη.
[λόγ. ηθικο(λόγος) -λογώ απόδ. γαλλ. moraliser]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ηθικοπλαστικός -ή -ό [iθikoplastikós] Ε1 : αντί του ηθοπλαστικός.
[λόγ. ηθικο- + -πλαστικός κατά το ηθοπλαστικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ηθικοποίηση η [iθikopíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ηθικοποιώ, η διάπλαση, η διαμόρφωση ηθικού χαρακτήρα: Θεωρούν την τέχνη μέσο ηθικοποίησης.
[λόγ. ηθικο- + -ποίη(σις) -ση απόδ. γαλλ. morali sation]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ηθικοποιώ [iθikopió] Ρ10.9α : διαπλάθω, διαμορφώνω ή αναμορφώνω κπ. ή κτ. σύμφωνα με κάποια πρότυπα ηθικής.
[λόγ. ηθικο- + -ποιώ απόδ. γαλλ. moraliser]