Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ηδυπαθής -ής -ές [iδipaθís] Ε10 : που έχει μια έντονη ροπή προς τις ηδονές. || Hδυπαθές βλέμμα, που εκφράζει ηδυπάθεια.
ηδυπαθώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἡδυπαθής· λόγ. ηδυπαθ(ής) -ώς]