Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ηδυπαθής -ής -ές
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ηδυπαθής -ής -ές [iδipaθís] Ε10 : που έχει μια έντονη ροπή προς τις ηδονές. || Hδυπαθές βλέμμα, που εκφράζει ηδυπάθεια. ηδυπαθώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἡδυπαθής· λόγ. ηδυπαθ(ής) -ώς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες