Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ηδονοβλεψίας ο [iδonovlepsías] Ο3 : σεξουαλικά ανώμαλο άτομο που ηδονίζεται, όταν βλέπει γυμνά απόκρυφα μέρη του σώματος ή ερωτικές περιπτύξεις.
[λόγ. ηδον(ή) -ο- + ελνστ. βλέψ(ις) `κοίταγμα΄ -ίας κατά το εφαψίας]