Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ηδονή η [iδoní] Ο29 : 1. εξαιρετικά έντονη αισθησιακή απόλαυση που δημιουργείται από την ικανοποίηση ενστίκτων και ορμών: Είναι έκδοτος στις ηδονές. Ρίγη ηδονής. Θέλει να δοκιμάσει κάθε είδους ηδονές. Επιδίωξη της ηδονής. Επιρρεπής στις ηδονές. || Tι ~ ένα καλό γεύμα! ΦΡ σκεύος* ηδονής. 2. ψυχική, ηθική ή πνευματική απόλαυση: H ~ της εκδίκησης.
[λόγ. < αρχ. ἡδονή]
[Λεξικό Κριαρά]
- ηδονή η.
-
- 1) Ευχαρίστηση, τέρψη, απόλαυση:
- παχύτητα και ηδονήν και καλοστομαχίαν (Διήγ. παιδ. 476).
- 2) Ευφροσύνη, χαρά, ευτυχία:
- από την τόσην ηδονήν και την χαρά τήν είχεν (Αχιλλ. N 155).
- 3) Γλυκύτητα, αγάπη:
- μεθ’ ηδονής ηρώτα (Διγ. Gr. 897).
- 4) Ομορφιά, χάρη, φυσικά θέλγητρα:
- τον γέμοντα (ενν. τόπον) τας ηδονάς (Καλλίμ. 1244).
[αρχ. ουσ. ηδονή. Η λ. και σήμ.]
- 1) Ευχαρίστηση, τέρψη, απόλαυση: