Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ηγούμενος ο [iγúmenos] Ο20α θηλ. ηγουμένη [iγuméni] Ο30 πληθ. γεν. ηγουμένων & (λαϊκότρ.) ηγουμένισσα [iγuménisa] Ο27α : ο επικεφαλής της μοναχικής κοινότητας μιας μονής.
[λόγ. < μσν. ηγούμενος `προϊστάμενος μοναστηριού΄ < ελνστ. ἡγούμενος `πρόεδρος συνάθροισης΄, μπε. του αρχ. ρ. ἡγοῦμαι· λόγ. < μσν. ηγουμένη < ηγούμεν(ος) -η· μσν. ηγουμένισσα < ηγούμεν(ος) -ισσα]
[Λεξικό Κριαρά]
- ηγούμενος ο· ’γούμενος.
-
- 1) Αρχηγός· οδηγός:
- βασιλέας τούτων συν ηγουμένοις τοις αυτών (Βίος Αλ. 5472).
- 2) Ηγούμενος:
- άμε να ’σαι στο μοναστήρι ’γούμενος (Ζήν. Α´ 302).
[αρχ. ουσ. ηγούμενος. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]
- 1) Αρχηγός· οδηγός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ηγουμενοσυμβούλιο το [iγumenosimvúlio] Ο40 : συμβούλιο διοίκησης μιας μονής που αποτελείται από τον ηγούμενο και ορισμένους μοναχούς.
[λόγ. ηγούμεν(ος) -ο- + συμβούλιον]