Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ηγούμαι [iγúme] Ρ10.9β : (λόγ., με γεν.) διευθύνω, διοικώ, πρωτοστατώ: ~ του στρατεύματος, είμαι επικεφαλής του στρατεύματος. Hγείται της προσπάθειας για ανανέωση του κόμματος.
[λόγ. < αρχ. ἡγοῦμαι]
[Λεξικό Κριαρά]
- ηγούμαι.
-
- 1) Φρ. ουδέν ηγούμαι, αντ’ ουδενός ηγούμαι κ. = δεν υπολογίζω, αψηφώ, περιφρονώ:
- (Βίος Αλ. 3535), (Διγ. Z 876).
- 2) (Παθ.) φαίνομαι, μοιάζω:
- ηγήσαντο οι στεναγμοί (ενν. του ζωδίου) φλογώδεις ως πυρ φλέγον (Βέλθ. 381).
[αρχ. ηγέομαι. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- 1) Φρ. ουδέν ηγούμαι, αντ’ ουδενός ηγούμαι κ. = δεν υπολογίζω, αψηφώ, περιφρονώ: