Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ηγουμενείο το [iγumenío] Ο39 : το ιδιαίτερο διαμέρισμα και το γραφείο του ηγούμενου ενός μοναστηριού: Tους υποδέχτηκε στο ~.
[λόγ. < μσν. ηγουμενείον < ηγούμεν(ος) -είον]
[Λεξικό Κριαρά]
- ηγουμενείον το.
-
- Ιδιαίτερος χώρος για τον ηγούμενο μοναστηριού:
- (Βακτ. αρχιερ. 167).
[<ουσ. ηγούμενος + κατάλ. ‑είον. Η λ. τον 7. αι. και σήμ. (‑ο)]
- Ιδιαίτερος χώρος για τον ηγούμενο μοναστηριού: