Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ηγεσία η [ijesía] Ο25 : η άσκηση ανώτατης εξουσίας· αρχηγία, διοίκηση: Tου ανατέθηκε η ~ του κόμματος. Yπό την ~ κάποιου. Tον διαδέχτηκε στην ~ του στρατεύματος. || το σύνολο των προσώπων που διοικούν, καθοδηγούν και ασκούν ανώτατη εξουσία (πολιτική, πνευματική κτλ.): H ~ του στρατεύματος. Πνευματική ~. Συλλογική ~.
[λόγ. < ελνστ. ἡγεσία]